Η ιστορία της έρευνας στην Ήπειρο PDF Print E-mail
Μέγεθος Γραμμάτων Μεγαλύτερα Μικρότερα
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Λ. ΖΑΧΟΣ

Τα Ιωάννινα και η Ήπειρος γενικότερα αποτέλεσαν προσφιλή προορισμό των Ευρωπαίων περιηγητών, που κατέκλυσαν τον ελλαδικό χώρο τον 18ο και τις πρώτες δεκαετίες τον 19ου αιώνα. Oι περιηγητές καταγίνονται με περιγραφές του φυσικού περιβάλλοντος, της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας, καθώς και των αρχαίων ερειπίων, τα οποία πολλές φορές ταυτίζουν επιτυχώς, λόγω της κλασικής τους παιδείας, με τις αρχαίες ονομασίες. Παράλληλα, επιδίδονται στην περισυλλογή και αγορά αρχαίων, ακόμη και σε ανασκαφές, και φυγαδεύουν τα ευρήματα στο εξωτερικό. Oι πράξεις αυτές αποδοκιμάζονται από τον λόγιο Α. Ψαλίδα, εξέχουσα μορφή της εποχής του Αλή Πασά στα Ιωάννινα. 0 Ψαλίδας αποκαλούσε «τυμβωρύχους» και «ιερόσυλους» τους ξένους που επιδίδονταν στη φυγάδευση των αρχαιοτήτων και διακήρυττε πως μια μέρα oι Έλληνες θα τα διεκδικήσουν. O ντόπιος όμως πληθυσμός δεν είναι άμοιρος των καταστροφών, πουλώντας αρχαία στους ξένους «μιλόρδους» ή μετατρέποντας τα έργα τέχνης σε ασβέστη.

Στα Ιωάννινα, ο λόγιος γιατρός Γ. Σακελλάριος, θεράπων του Αλή Πασά και συγγραφέας της Ελληνικής Αρχαιολογίας, η οποία τυπώθηκε το 1795 στη Βιέννη, ενδιαφέρεται για τη συλλογή αρχαίων νομισμάτων. Η συλλογή του Σακελλάριου, όπως αναφέρει ο Άγγλος περιηγητής Η. Holland, περιείχε νομίσματα ηπειρωτικών πόλεων, της Ακαρνανίας και πόλεων των νησιών του Ιονίου και ήταν συγκεντρωμένη σε μια προθήκη, η οποία θα πρέπει να θεωρηθεί ως προδρομική ενέργεια της ανάγκης συγκέντρωσης και έκθεσης των αρχαιοτήτων της Ηπείρου.

To ενδιαφέρον των Ευρωπαίων περιηγητών για τις αρχαιότητες της Ηπείρου δεν άφησε αδιάφορο τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Από τα ερείπια της Νικόπολης αφαίρεσε μάρμαρα και άλλο οικοδομικό υλικό για να χτίσει τα ανάκτορά του στην Πρέβεζα. To 1812 μάλιστα, πραγματοποίησε «αρχαιολογικές ανασκαφές» στη Νικόπολη για την ανεύρεση θησαυρών, με την παρουσία του Δανού αρχαιοδίφη P. O. Brøndsted. Εξήντα ένα χρόνια αργότερα, το 1872, ο Πολωνός αρχιμηχανικός του Βιλαετίου Ιωαννίνων S. Mineyko κλήθηκε στην Παραμυθιά, με αφορμή την εύρεση μιας μαρμάρινης σαρκοφάγου. Κατόπιν έρευνας αποκάλυψε το χώρο του τάφου, όπου σωζόταν ψηφιδωτό δαπέδου. Oι τουρκικές αρχές προγραμμάτισαν τη μεταφορά της σαρκοφάγου στο Αυτοκρατορικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.

Σταθμό για την αρχαιολογία της Ηπείρου αποτελεί το έτος 1875, όταν ο Κ. Καραπάνος, πολιτικός και τραπεζίτης από την Άρτα, με άδεια των τουρκικών αρχών και με την επιστασία των μηχανικών Mineyko και Petrovsky, άρχισε ανασκαφές στην κοιλάδα του Τόμαρου. Επιβεβαιώθηκε έτσι με ανασκαφικά τεκμήρια η θέση του μαντείου της Δωδώνης, από τα σπουδαιότερα της αρχαιότητας. Τα πλούσια κινητά ευρήματα της Δωδώνης απαρτίζουν το μεγαλύτερο τμήμα της αρχαιολογικής συλλογής του Καραπάνου, την οποία δώρισε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας δύο χρόνια πριν το θάνατό του. Ένα άλλο μέρος των σημαντικών ευρημάτων από τις πρώτες ανασκαφές της Δωδώνης φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό από τον Mineyko, όταν ο Καραπάνος δημοσίευσε, το 1878, το έργο Dodone et ses mines, χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου, όπως είχαν συμφωνήσει. Ορισμένα από τα ευρήματα που είχε ο Mineyko στην κατοχή του κατέληξαν στο Μουσείο του Λούβρου. Ο μεγαλύτερος αριθμός – 209 αντικείμενα – πουλήθηκε αργότερα, το 1904, στο Μουσείο του Βερολίνου από τον γαμπρό του Mineyko, τον Πρώσο κόμη Potocki. Έργα μεταλλοτεχνίας προερχόμενα από τη Δωδώνη φιλοξενούνται σήμερα, εκτός από τα μουσεία Λούβρου και Βερολίνου, και στο Βρετανικό Μουσείο.

Η άφιξη της σαρκοφάγον από το Λαδοχώρι (αρ. ευρ. AMI 6176) στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Με την απελευθέρωση της Ηπείρου από την οθωμανική κυριαρχία το 1913, στις προτεραιότητες του ελληνικού κράτους συμπεριλαμβάνεται και η μέριμνα για την περισυλλογή ιστορικών και καλλιτεχνικών αντικειμένων, τα οποία φυλάχτηκαν προσωρινά στο Περίπτερο κοντά στη θέση Κουραμπάς. Σκοπός της συγκέντρωσης αυτής ήταν η δημιουργία αρχαιολογικού μουσείου στα Ιωάννινα.

Την ίδια περίοδο, ο αρχαιολόγος Δ. Ευαγγελίδης περισυλλέγει αρχαιότητες, κυρίως επιγραφές, από ολόκληρη σχεδόν την Ήπειρο, τις οποίες μεταφέρει στα Ιωάννινα. Παράλληλα δραστηριοποιείται η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, η οποία το 1913 πραγματοποιεί ανασκαφές στη Νικόπολη υπό την διεύθυνση του Α. Φιλαδελφέως και το 1920 σύντομη έρευνα στη Δωδώνη υπό τον Γ. Σωτηριάδη, την οποία συνέχισε το 1929 ο Δ. Ευαγγελίδης.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, χάρη στις ενέργειες του έκτακτου επιμελητή αρχαιοτήτων, γυμνασιάρχη της Ζωσιμαίας, Χρίστου Σούλη, προβάλλεται η ανάγκη δημιουργίας μουσείου στα Ιωάννινα. Στις 24 Απριλίου 1931, ο Δήμος Ιωαννιτών αγόρασε από την Εθνική Τράπεζα το ιστορικό τέμενος του Ασλάν Πασά στο Κάστρο των Ιωαννίνων, προκειμένου να μετατραπεί σε μουσείο για να στεγάσει τις αρχαιότητες που είχαν συγκεντρωθεί, κυρίως από τη Δωδώνη, το Βοτονόσι και την Παραμυθιά.

To 1933 το αναδιαμορφωμένο τέμενος λειτούργησε ως Δημοτικό Μουσείο, το οποίο υφίσταται έως σήμερα. To Μουσείο περιελάμβανε, εκτός από τα αρχαία αντικείμενα, λαογραφικό υλικό από δωρεές. To υλικό αυτό αφορούσε στις τρεις θρησκευτικές κοινότητες της πόλης (χριστιανική, μουσουλμανική και εβραϊκή) και περιελάμβανε έργα της μεταβυζαντινής τέχνης. Τα πιo πολύτιμα αντικείμενα μεταφέρθηκαν το 1936 στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα για μεγαλύτερη ασφάλεια. Με τις φιλότιμες προσπάθειες του Χρίστου Σούλη, το Μουσείο άρχισε να εμπλουτίζεται με αρχαιότητες από ανασκαφές, περισυλλογές και αγορές από αρχαιοπώλες των Ιωαννίνων.

Με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου κρίθηκε απαραίτητη η απόκρυψη των εκθεμάτων του Μουσείου, προκειμένου να διασωθούν. Τον Νοέμβριο του 1940, τετραμελής επιτροπή τοποθέτησε τα εκθέματα σε κιβώτια, τα σφράγισε με μόλυβδο και τα έκρυψε στην κλίμακα κάτω από το μιναρέ του τεμένους του Ασλάν Πασά. Με τη λήξη του πολέμου διαπιστώθηκε ότι το τέμενος είχε υποστεί ζημιές από το βομβαρδισμό και τις λεηλασίες. Για το λόγο αυτό, τα εκθέματα μεταφέρθηκαν και παραδόθηκαν στον δήμαρχο της πόλης για φύλαξη, έως την ολοκλήρωση της επισκευής του κτιρίου που πραγματοποιήθηκε το 1947. Η ανάγκη για μελέτη, συγκέντρωση, φύλαξη και συντήρηση των ηπειρωτικών αρχαιοτήτων και μνημείων οδήγησε, το 1942, στην ίδρυση της 10ης Αρχαιολογικής Περιφέρειας, που αποσπάστηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κέρκυρας και περιελάμβανε τους νομούς Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας και Θεσπρωτίας. Η σύσταση της νέας υπηρεσίας, που στεγάστηκε, το 1945, στο παρακείμενο του τεμένους του Ασλάν Πασά κτίριο του μεντρεσέ, σηματοδότησε την αρχή της αρχαιολογικής έρευνας στην Ήπειρο. Τα έτη 19451947, ο αρχαιολόγος Φ. Πέτσας, επιμελητής αρχαιοτήτων στην Ήπειρο, μερίμνησε για την καταγραφή των ζημιών που είχαν υποστεί τα μνημεία κατά τον πόλεμο και την περισυλλογή αρχαιοτήτων. Ιδιαίτερα φρόντισε για τη συγκέντρωση όσων αρχαίων είχαν απομείνει μετά το βομβαρδισμό και τη λεηλασία του τουρκικού τεμένους στην Πρέβεζα, τo οποίο είχε μετατραπεί σε μουσείο. Στο εξής, στο Δημοτικό Μουσείο Ιωαννίνων και στα κελιά του μεντρεσέ συγκεντρώνονταν σταδιακά σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.

Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Άποψη τον εκθεσιακόν χώρον. Λήψη: δεκαετία τον 1980. Η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού κινητών ευρημάτων από ανασκαφές και περισυλλογές οδήγησε στην ανάγκη ίδρυσης ενός σύγχρονου μουσείου. Ο σχεδιασμός του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Α. Κωνσταντινίδη, τα σχέδια του οποίου εγκρίθηκαν το 1961 από το Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Ως θέση του νέου μουσείου της πόλης επιλέχθηκε η έκταση στα βόρεια του λόφου Λιθαρίτσια, που αγοράστηκε για το σκοπό αυτό στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Η ιστορία του λόφου είναι μεγάλη, κυρίως λόγω του οχυρωματικού του χαρακτήρα, καθώς προστάτευε το παρακείμενο Κάστρο της πόλης των Ιωαννίνων. Τα έτη 18071808, ο Αλή Πασάς οχύρωσε με ισχυρό φρούριο το λόφο, πάνω στον οποίο έχτισε «κομψότατον παλάτιον» για τον ίδιο, ενώ φρόντισε να ανεγείρει δύο σαράγια για τους γιούς του, Βελή και Μουχτάρ. Στην πολιορκία των Ιωαννίνων από τα σουλτανικά στρατεύματα, τον Αύγουστο του 1820, καταστράφηκαν όλα τα κτίρια του λόφου. Η θέση συνέχισε να έχει επιτελικό χαρακτήρα, ως έδρα στρατιωτικής δύναμης, ενώ το 1869, επί Ρασήμ Μπέη, κτίστηκε το κτίριο των τούρκικων στρατώνων, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1962 προκειμένου να διαμορφωθεί το ομώνυμο πάρκο.

Η ανέγερση του Μουσείου στο χώρο που καταλάμβανε το ανάκτορο του Μουχτάρ πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1963-1966 υπό την εποπτεία της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Αναστήλωσης του τότε Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης. Τα έτη 1966-1968, συγκεντρώθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο όλα τα αρχαία αντικείμενα του Δημοτικού Μουσείου καθώς κι άλλα αντικείμενα από τοπικές συλλογές ή επιφανειακή έρευνα.

To Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων άνοιξε για το κοινό την 1η Αυγούστου 1970. Ο χαρακτήρας του, σύμφωνα με την I. Βοκοτοττούλου, επιμελήτρια της έκθεσης, ήταν «γενικός», διότι περιελάμβανε ευρήματα από ολόκληρη την Ήπειρο. Οι εκθεσιακοί του χώροι και ο μεγάλος κεντρικός διάδρομος φιλοξενούσαν ευρήματα προϊστορικών, κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, αντικείμενα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης και τη συλλογή εικαστικών έργων Ελλήνων καλλιτεχνών του 19ου και 20οΰ αι. Την τελευταία δώρισε ο σύλλογος «Οι φίλοι των Ιωαννίνων», έπειτα από τα προβλήματα στέγασης που αντιμετώπισε η ιδρυθείσα το 1960 Δημοτική Πινακοθήκη Ιωαννίνων.

Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Άποψη τον εκθεσιακόν χώρον. Λήψη: δεκαετία τον 1980. To κτιριακό συγκρότημα του Κωνσταντινίδη συστέγασε τις Εφορείες Κλασικών (IB' ΕΠΚΑ) και Βυζαντινών (8η ΕΒΑ) Αρχαιοτήτων που ιδρυθήκαν το 1977, με έδρα τα Ιωάννινα. Η IB' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, περιελάμβανε τους νομούς Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας και Λευκάδας. Ο μεγαλύτερος αριθμός των κινητών ευρημάτων από τις σωστικές ανασκαφές της Εφορείας μεταφέρονταν για τη συντήρηση και φύλαξη στην έδρα της.
To 1999 δημιουργήθηκε το Μουσείο Λευκάδας, στο οποίο, εκτός από τα ευρήματα που φυλάσσονταν στη μικρή Αρχαιολογική Συλλογή, εκτέθηκαν και αρχαιότητες που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη κατά τις σωστικές ανασκαφές της δεκαετίας του 1980 και 1990. Επίσης, η αποκάλυψη μεγάλου αριθμού κινητών ευρημάτων από τις σωστικές ανασκαφές στην πόλη της Άρτας, η οποία είναι κτισμένη πάνω στα ερείπια της αρχαίας Αμβρακίας και από τις συστηματικές έρευνες στη Νικόπολη, μας οδήγησε σε τεκμηριωμένες προτάσεις για την ανάγκη ίδρυσης νέων μουσείων. Στα Μουσεία Άρτας και Νικόπολης που ανεγέρθηκαν σύμφωνα με σύγχρονες μουσικολογικές προδιαγραφές, θα εκτεθούν αρχαιότητες από δυο σημαντικά αστικά κέντρα της Ηπείρου, την Αμβρακία κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή και τη Νικόπολη κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.

To 1992, τα βυζαντινά εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων, μεταφέρθηκαν στο νέο Βυζαντινό Μουσείο της πόλης, στη νοτιοανατολική ακρόπολη του Κάστρου (Ιτς Καλέ). To 1999, πραγματοποιήθηκε και η μετεγκατάσταση της επονομαζόμενης «Πινακοθήκης» στη νεοϊδρυθείσα Δημοτική Πινακοθήκη, στο κτίριο Πυρσινέλλα. Η σταδιακή διαθεσιμότητα των χώρων του Μουσείου επέτρεψε τη διοργάνωση εκδηλώσεων και περιοδικών εκθέσεων και συνετέλεσε στην πληρέστερη αρχαιολογική παρουσίαση της Ηπείρου.

To 2002, στο πλαίσιο αναδιαμόρφωσης του Αρχαιολογΐκοΰ Μουσείου Ιωαννίνων, άρχισαν οι εργασίες μεταφοράς των συλλόγων του και των διοικητικών του υπηρεσιών, που περατώθηκαν τον Ιούνιο του 2003. Οι κατασκευαστικές εργασίες ανακαίνισης του Μουσείου περιελάμβαναν μετασκευή του κτιρίου, αλλαγή λειτουργίας χώρων, επεμβάσεις στην εσωτερική διαρρύθμιση και αντικατάσταση του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού. Η νέα έκθεση του Μουσείου διατηρεί την πανηπειρωτική διάσταση της παλιάς, προτείνει όμως μέσα από την επιλογή, οργάνωση και παρουσίαση του αρχαιολογικού υλικού μια πρωτοπόρα και εκπαιδευτική αναγνωσή του με κυρίους αποδέκτες τους επισκέπτες.